Accede - ορισμός. Τι είναι το Accede
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Accede - ορισμός


accede         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Acceding; Accessioned; Accede; Accedes; Acceded; Accedence; Accedences; Accession (disambiguation)
v. (D; intr.) to accede to (they acceded to our demands)
accede         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Acceding; Accessioned; Accede; Accedes; Acceded; Accedence; Accedences; Accession (disambiguation)
v. n.
1.
Consent, agree, assent, acquiesce, comply, yield assent, give assent.
2.
Succeed (as heir), come to inherit, ascend the throne.
3.
Be joined, be added, unite itself.
Accede         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Acceding; Accessioned; Accede; Accedes; Acceded; Accedence; Accedences; Accession (disambiguation)
·vi To enter upon an office or dignity; to Attain.
II. Accede ·vi To Approach; to come forward;
- opposed to recede.
III. Accede ·vi To become a party by associating one's self with others; to give one's adhesion. Hence, to agree or assent to a proposal or a view; as, he acceded to my request.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Accede
1. Typically, German presidents accede to these requests.
2. "However, the government did not accede to this proposal.
3. New Delhi had chosen not to accede to this demand.
4. Its leadership may be having second thoughts that may bring it to accede to Israel‘s conditions.
5. "We would like to see Russia accede to the WTO," Rice told reporters.